-
1 έγγεια
-
2 ἔγγεια
-
3 ἔγγαιος
II of property, in land, consisting of land,οὐσία Lys.Fr.91
, D.36.5;κτήσεις ἔγγειοι καὶ οἰκίαι IG9(2).338.9
(Thess.), cf. CIG 2056 ([place name] Odessus), Plb.6.45.3; τὰ ἔγγεια the fixtures of a farm, D.30.30;συμβόλαιον ἔγγειον Id.33.3
; στατῆρας δανεισάμενος ἐγγείων τόκων on mortgage, Id.34.23 ( ἑκατὸν μνᾶς ἐγγείους (v.l. ἐγγύους) ἐπὶ τόκῳ δεδανεισμένας is read by codd. in Lys.32.15);ἔγγεια καὶ ναυτικά PEleph.1.13
(iv B.C.).III in or of the earth, [φυτὰ] ἔγγεια plants, Pl.R. 491d;φυτὸν οὐκ ἔγγειον, ἀλλὰ οὐράνιον Id.Ti. 90a
;λίθων τὰ ἔγγαια μέρη Plu.2.701c
.IV in or below the earth, = χθόνιος, Ἀϊδωνεύς AP7.480 (Leon.);χθόνιον καὶ ἔ. σκότος Plu.2.953a
; opp. ἐναέριος, Them.Or.13.168b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔγγαιος
-
4 ἐπί-γειος
-
5 εγγαιος
2 и 3 и ἔγγειος 21) приросший к земле или растущий из земли(φυτά Plat.)
2) подземный(σκότος Plut.; sc. θεοί Anth.)
3) земной(οὐκ ἔ., ἀλλ΄ οὐράνιος Plat.)
4) земельный(κτῆσις Polyb.; συμβόλαιον Dem.)
τόκοι ἔγγειοι Dem. — доход с земельных участков5) находящийся в земле, врытый в землю(τῶν λίθων μέρη Plut.)
τὰ ἔγγεια Dem. — врытое в землю (сельскохозяйственное) имущество6) туземный, отечественный(ἥβα Aesch.)
τὰ ἔγγαια Xen. ( в отличие от ὑπερόρια) — земельные владения внутри страны -
6 διαφορικός
η, ό[ν] 1.1) различный, дифференцированный; 2) мат. як. дифференциальный;διαφορικός λογισμός — дифференциальное исчисление;
διαφορική έγγεια πρόσοδος — дифференциальная рента;
2. (ο) мат. дифференциал -
7 πρόσοδος
η1) доход; 2) рента;έγγεια (διαφορική, απόλυτη) πρόσοδος — земельная (дифференциальная, абсолютная) рента
-
8 φυτόν
A plant (opp. ζῷον, Diog.Apoll.2, Pl.Phd. 70d, R. 532b, Lg. 889c), esp. garden plant or tree,φυτῶν ὄρχατοι Il.14.123
; , cf. Hes.Op. 571, Pi.P. 9.58 (pl.), A.Eu. 940 (lyr., pl.), E.Heracl. 281(pl.), etc.;φυτὰ ἀκροδρύων D.53.15
;ἀμπέλων Thphr.CP1.12.9
;φ. ἔγγεια Pl.R. 546a
;τὰ ἐκ γῆς φ. Id.Ti. 60a
: prov.,αὐτίκα καὶ φυτὰ δῆλα ἃ μέλλει κάρπιμ' ἔσεσθαι Lib.Ep.32.3
.3 = κυνόγλωσσον, Ps.-Dsc.4.127.II generally, creature, A.Supp. 281, etc.; γυναῖκες.. ἀθλιώτατον φ. (collective) most miserable creatures, E.Med. 231;εἶτ' οὐ περίεργόν ἐστιν ἄνθρωπος φ.; Alex.141.1
;κακὸν φ. πέφυκεν.. γυνή Men.Mon. 304
; also in Pl.,ἐμὲ καὶ σὲ καὶ τἆλλα φ. Sph. 233e
;σωμάτων καὶ τῶν ἄλλων φ. Id.R. 401a
.2 offspring,Χαρίτων φυτόν Theoc.28.7
; φυτὸν οὐράνιον plant rooted in the sky, i.e. man, Pl.Ti. 90a, cf. AP10.45 (Pall.(?)).3 exceptionally, of iron,κακὸν φ. Call.
in PSI9.1092.49. -
9 ἔπιπλα
ἔπιπλα, τά,A implements, utensils, furniture, movable property (ἡ κούφη κτῆσις, τὰ ἐπιπολῆς ὄντα τῶν κτημάτων, Poll.10.10; σκεύη τὰ μὴ ἔγγεια ἀλλ' ἐπιπόλαια, Hsch.); opp.fixtures, Hdt.1.150, 164,7.119, al., S.Fr.8, Th.3.68, Is.8.35, X.Oec.9.6, Arist.Pol. 1267b12, etc.; fittings of a ship, PCair.Zen. 242 (iii B.C.): rarely sg.,ἔπιπλον Is.
(Fr. 28)ap.Poll.10.11, Asp. in EN96.30. (The form ἐπίπλοα occurs in Mss. of Hdt.1.94 (cf. Poll.10.10), and late Pap., as BGU483.6 (ii A.D.), but ἔπιπλα PCair.Zen.l.c., PGrenf.1.12.18 (ii B.C.), etc.) -
10 ἐπίγειος
ἐπί-γειος, an, auf der Erde befindlich, ζῷα, den φυτὰ ἔγγεια entgeggstzt. Am Boden, niedrig; κάλαμος, Ggstz des im Wasser wachsenden
См. также в других словарях:
ἔγγεια — ἔγγαιος neut nom/voc/acc pl ἔγγειος in neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσοδος — Όρος που χρησιμοποιείται για το σύνολο των εσόδων που εισπράττει περιοδικά ένα πρόσωπο (τόκοι, μερίσματα, ενοίκια, διατροφές κλπ.), ή γενικότερα για το εισόδημα που έχει κάποιος χωρίς να εργάζεται. Στην οικονομία η π. (ή συνηθέστερα η έγγεια π.) … Dictionary of Greek
Cadastre de Grèce — Le Cadastre de Grèce (registre foncier) est un dossier complet, unifié, systématique et actualisé en permanence de la propriété hypothécaire. Il comprend la description géométrique et la propriété de chaque parcelle. En Grèce, le cadastre… … Wikipédia en Français
έγγειος — ο και έγγαιος, α, ο (AM ἔγγειος, ον και ἔγγαιος, α, ον) αυτός που αναφέρεται στη γη, που αποτελείται από κτήματα νεοελλ. 1. «έγγειος ιδιοκτησία» α) ιδιοκτησία που περιλαμβάνει κτήματα με όλες τις απαραίτητες εγκαταστάσεις β) ακίνητη περιουσία 2.… … Dictionary of Greek
έπιπλο — Κινητή ξύλινη ή μεταλλική κατασκευή ποικίλων χρήσεων. Η ιστορία των ε. είναι τόσο παλιά όσο σχεδόν ο κόσμος. Αν όμως το έ. εξεταστεί όχι μόνο από την πλευρά της χρησιμότητας αλλά και του διακοσμητικού χαρακτήρα του, η πραγματική ιστορική αρχή του … Dictionary of Greek
ακρόστιχον — Φορολογία των Βυζαντινών, που επιβαλλόταν στην έγγεια ιδιοκτησία. Οι φορολογούμενοι καταγράφονταν στο λεγόμενο υπομνηστικόν κατάστιχον, που κρατούσε ο γενικός λογοθέτης. Ήταν τακτική εισφορά και εκείνος που δεν «εισεκόμιζε» το ποσό που του… … Dictionary of Greek
εκτίμηση — Προσδιορισμός της τρέχουσας αξίας ενός οικονομικού αγαθού. Ο υπολογισμός αυτός γίνεται στη βάση της τιμής της αγοράς, του κόστους παραγωγής, της κεφαλαιοποίησης, της προσόδου του αγαθού κλπ., λαμβάνοντας υπόψη όλες τις εξωτερικές συνθήκες (δηλαδή … Dictionary of Greek
εφτάγειανος — η, ο και εφτάγιανος, η, ο αυτός που βρίσκεται σε άκρα υγεία, σε τέλεια υγιεινή κατάσταση, υγιέστατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφτα * + γειανός (πιθ. < γειαν τού ρ. γειαίνω «αποθεραπεύομαι» < γεια) < υγεία, πρβλ. έγγεια, πρβλ. έγειανα) (όχι το αρχ … Dictionary of Greek
λατιφούντιο — το μεγάλη έγγεια ιδιοκτησία στην αρχαία Ρώμη και αργότερα, καθώς και κατά τους νεώτερους χρόνους και τη σύγχρονη εποχή σε ορισμένες χώρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. latifundium < lati (< latus) + fundium (< fundus «τεμάχιο γης»]· … Dictionary of Greek
προνόμιο — Όρος που δηλώνει την προέχουσα θέση προσώπου ή κατηγορίας προσώπων, πράγματος ή νομικής σχέσης κατ’ εξαίρεση από το κοινό δίκαιο. Στην αρχαία Ελλάδα όπως και στη Ρώμη η έννοια του π. ταυτιζόταν με την έννοια του ατομικού νόμου. Κατά τη… … Dictionary of Greek
προσπαράκειμαι — ΜΑ είμαι προσκολλημένος ή προσαρτημένος σε κάποιον ή κάτι αρχ. (για έγγεια κτήση) συνορεύω («τῆς προσπαρακειμένης λίμνης», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + παράκειμαι «βρίσκομαι κοντά σε κάποιον»] … Dictionary of Greek